οπτικός

οπτικός
-ή, -ό (ΑΜ ὀπτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης
2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική
α) φυσ. κλάδος τής φυσικής που μελετά την παραγωγή και τη διάδοση τού φωτός, τις μεταβολές που αυτό υφίσταται ή προκαλεί, καθώς και άλλα συναφή φαινόμενα (α. «φυσική οπτική» — μείζων κλάδος τής οπτικής που μελετά κυρίως τη φύση και τις ιδιότητες τού φωτός
β. «γεωμετρική οπτική» — ο δεύτερος μείζων κλάδος τής οπτικής που μελετά τους νόμους οι οποίοι διέπουν τον σχηματισμό ειδώλων από φακούς, κάτοπτρα και άλλες συσκευές που χρησιμοποιούν το φως και με βάση τους οποίους ερμηνεύεται ο μηχανισμός τής όρασης και επεξεργάζεται τα οπτικά δεδομένα, δηλ. τού πληροφοριακού περιεχομένου τών ειδώλων που σχηματίζονται από συνεκτικά οπτικά συστήματα
β) ιατρ. τομέας τής φυσιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών φαινομένων τής όρασης
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η οπτικός
α) ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την κατασκευή κατάλληλων για την ενίσχυση ή την αποκατάσταση τής όρασης οργάνων, όπως είναι οι φακοί, τα ματογυάλια, οι διόπτρες κ.ά.
β) ειδικός που διαθέτει ή επισκευάζει όργανα κατάλληλα για την ενίσχυση τής όρασης
4. το ουδ. ως ουσ. το οπτικό
τμήμα φάρου ή προβολέα που ανακλά τις φωτεινές ακτίνες προς μια ορισμένη κατεύθυνση
5. φρ. α) «οπτική ακτίνα»
αστρον. η νοητή γραμμή που συνδέει έναν αστέρα με το μάτι τού παρατηρητή
β) «οπτική αντίδραση»
(ψυχολ.) η ένταση και διάρκεια τών οπτικών ερεθισμάτων
γ) «οπτική απάτη» — εσφαλμένη εντύπωση τού αισθητηρίου τής όρασης σε ό,τι αφορά την απόσταση, τη μορφή, τις διαστάσεις και το χρώμα τών σωμάτων και τών επίπεδων σχημάτων
δ) «οπτική γωνία»
i) φυσ. η γωνία που σχηματίζεται από τα νοητά ευθύγραμμα τμήματα που σχηματίζονται από τις οπτικές ακτίνες οι οποίες αναχωρούν από το μάτι ενός παρατηρητή και καταλήγουν στα άκρα μιας από τις διαστάσεις του, αλλ. φαινομένη διάμετρος
ii) μτφ. τρόπος θεώρησης μιας ενέργειας, μιας κατάστασης ή ενός φαινομένου
ε) «οπτική δέσμη»
φυσ. το σύνολο τών φωτεινών ακτίνων που κατευθύνονται από τον οφθαλμό τού παρατηρητή προς το σύνολο τών σημείων τής περιμέτρου τού παρατηρούμενου αντικειμένου, αλλ. οπτικός κώνος
στ) «οπτική διαδρομή»
φυσ. το άθροισμα τών γινομένων τών διαφόρων μηκών τα οποία διατρέχει το φως επί τους αντίστοιχους απόλυτους δείκτες διαθλάσεως, αλλ. οπτικό μήκος
ζ) «οπτική πυκνότητα»
(φωτογρ.) ο δεκαδικός λογάριθμος τού αντιστρόφου τής διαφάνειας, δηλαδή τού ποσοστού τού φωτός που διέρχεται από μια περιοχή τής εξεταζόμενης φωτογραφικής πλάκας
η) «οπτική ψευδαίσθηση» — θεμελιώδες σύμπτωμα κατά το οποίο ο πάσχων αντιλαμβάνεται οπτικώς φαινόμενα ή αντικείμενα που δεν υπάρχουν
θ) «οπτική τεχνολογία» — κλάδος τής τεχνολογίας που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τον έλεγχο τών οπτικών διατάξεων ή οργάνων
ι) «οπτικά όργανα»
φυσ. i) συστήματα για την προβολή μιας φωτεινής δέσμης προς μια επιθυμητή κατεύθυνση, όπως είναι λ.χ. οι προβολείς και οι φάροι
ii) βοηθητικές διατάξεις για την ενίσχυση τής όρασης, όπως είναι λ.χ. τα ματογυάλια, οι διόπτρες, τα τηλεσκόπια, τα μικροσκόπια κ.ά.
iii) οι συσκευές οπτικής καταγραφής, όπως είναι λ.χ. οι εικονολήπτες, κν. κάμερες, δηλ. συσκευές λήψης κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών εικόνων, και οι φωτογραφικές μηχανές
iv) συσκευές για τη μεταφορά και απεικόνιση μιας πληροφορίας, όπως είναι λ.χ. οι μηχανές κινηματογραφικής προβολής, τα τηλεοπτικά συστήματα, και τα πλανητάρια
v) διατάξεις μετρήσεων, όπως είναι λ.χ. τα τηλέμετρα
vi) συσκευές για τη μέτρηση και ανάλυση τού φωτός, όπως είναι τα φωτόμετρα, τα χρωματόμετρα και τα φασματοσκόπια
νii) ανιχνευτές αόρατης ακτινοβολίας, όπως είναι οι συσκευές που ανιχνεύουν την υπέρυθρη ή την υπεριώδη ακτινοβολία
ια) «οπτική χάραξη»
τεχνολ. μέθοδος χάραξης που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την κοπή ελασμάτων και κατά την οποία το σχέδιο τού προς κοπήν τεμαχίου προβάλλεται πάνω στο έλασμα σε φυσικό μέγεθος και η κοπή γίνεται πάνω στο φωτεινό ίχνος τού σχεδίου
ιβ) «οπτικό κέντρο»
φυσ. το σημείο τού κύριου άξονα ενός φακού για το οποίο κάθε φωτεινή ακτίνα που διέρχεται από αυτό εξέρχεται, αφού διασχίσει τον φακό, παράλληλα προς την προσπίπτουσα ακτίνα
ιγ) «οπτικές ταινίες»
ανατ. χιαστές και αχίαστες νευρικές ίνες που αρχίζουν από το οπτικό χίασμα και καταλήγουν στο προσκεφάλαιο τού οπτικού θαλάμου, στο έξω γονατώδες σώμα και στα πρόσθια διδύμια
ιδ) «οπτική θηλή»
ανατ. το σημείο τής εισόδου τού οπτικού νεύρου στον οφθαλμικό βολβό
ιε) «οπτικό αίσθημα»
(ανατ.-φυσιολ.) το αίσθημα που δημιουργείται από το ερέθισμα τού αισθητήριου οργάνου τής όρασης
ιστ) «οπτικό νεύρο» — διφυές νεύρο που αρχίζει από την οπτική θηλή, όπου σχηματίζεται από τη συρροή τών νευριτών τών γαγγλιακών κυττάρων τού αμφιβληστροειδούς, πορεύεται στο κέντρο τού οφθαλμικού κόγχου και, περνώντας από το οπτικό τρήμα, καταλήγει στο οπτικό χίασμα
ιζ) «οπτικοί θάλαμοι»
ανατ. δύο φαιά ωοειδή ογκώματα που βρίσκονται στον διάμεσο εγκέφαλο, συγκλίνουν στα πρόσθια άκρα του και αποτελούν αισθητικά κέντρα που μεταδίδουν στον φλοιό τού εγκεφάλου τα ερεθίσματα που συγκεντρώνονται εκεί από την περιφέρεια
ιη) «οπτικό τρήμα»
ανατ. τρήμα τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου μέσα από το οποίο διέρχονται το οπτικό νεύρο και η οφθαλμική αρτηρία
ιθ) «οπτικό χίασμα»
ανατ. ανατομικός σχηματισμός στον οποίο καταλήγει καθένα από τα δύο οπτικά νεύρα και χιάζονται μερικώς οι ίνες που προέρχονται από το ρινικό ημιμόριο καθενός αμφιβληστροειδούς
κ) «οπτικός τηλέγραφος»
(επικοιν.) τηλεγραφικό σύστημα στο οποίο η συνεννόηση επιτυγχάνεται με την εκπομπή και τη λήψη φωτεινών σημείων
κα) «οπτικό πρότυπο»
φυσ. πυρηνικό πρότυπο σύμφωνα με το οποίο ένας ατομικός πυρήνας περιγράφεται ως νέφος κρυστάλλινων σφαιρών
κβ) «οπτικό ραντάρ»
τεχνολ. τεχνική εντοπισμού σημείων και μέτρησης αποστάσεων παρόμοια με την τεχνική τού ραντάρ, η οποία όμως χρησιμοποιεί ακτίνες λέιζερ
κγ) «οπτικός ενισχυτής»
τεχνολ. διάταξη που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την ενίσχυση τής όρασης κατά την εκτέλεση γενικών εργασιών συναρμολόγησης και ρύθμισης
κδ) «οπτικό φάσμα»
φυσ. το ορατό φάσμα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ὀπτικόν
α) το όργανο τής όρασης, το μάτι
β) η δύναμη τής όρασης
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η δύναμη τής όρασης
2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ὀπτική και τὰ ὀπτικά
η θεωρία τού Αριστοτέλους σχετικά με τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους λειτουργεί η όραση.
επίρρ...
οπτικώς και -ά (ΑΜ ὀπτικῶς)
με οπτικό τρόπο, από οπτική άποψη
νεοελλ.
φρ. «οπτικώς ενεργό υλικό»
φυσ. υλικό που στρέφει το επίπεδο πόλωσης τού φωτός όταν από αυτό διέλθει δέσμη πολωμένου φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός». Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. optic, optical].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀπτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση: Οπτική γωνία, οπτικό πεδίο. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάτι, ως όργανο της όρασης: Οπτικό νεύρο. 3. αυτός που έχει σχέση με την όραση: Οπτικός τηλέγραφος. 4. ως ουσ., οπτικός, ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπτικά — ὀπτικός of neut nom/voc/acc pl ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc/acc dual ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικώτερον — ὀπτικός of adverbial comp ὀπτικός of masc acc comp sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικωτέρων — ὀπτικός of fem gen comp pl ὀπτικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικῶν — ὀπτικός of fem gen pl ὀπτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικόν — ὀπτικός of masc acc sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπορικός σημαντήρας — Οπτικός σημαντήρας για την καθοδήγηση των αεροπλάνων. Χρησιμοποιείται στους διαδρόμους προσγείωσης και στα τυχόν επικίνδυνα σημεία γύρω από τα αεροδρόμια. Συνήθως είναι κόκκινο φως που αναβοσβήνει …   Dictionary of Greek

  • ὀπτικαῖς — ὀπτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικαί — ὀπτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”